διέχω — (AM) 1. κρατώ σε απόσταση, διαχωρίζω 2. κρατώ μακριά, εμποδίζω, αποκρούω 3. (για τα μάτια) προσηλώνω 4. κρατώ στερεά 5. (αμτβ.) περνώ ανάμεσα, διέρχομαι 6. είμαι ξεχωριστός, απέχω 7. (για ποταμό) διευρύνομαι 8. (για χρόνο) παρέρχομαι 9. διαφέρω… … Dictionary of Greek
πλατύνω — ΝΜΑ, πλαταίνω Ν [πλατύς] καθιστώ κάτι πλατύ ή πλατύτερο το επεκτείνω κατά πλάτος, φαρδαίνω (α. «πλαταίνουν τον δρόμο» β. «πλατύνουσι γὰρ τὰ φυλακτήρια αὐτῶν», ΚΔ) νεοελλ. 1. (αμτβ.) γίνομαι πλατύς ή πλατύτερος απ ὁ,τι ήμουν, ευρύνομαι,… … Dictionary of Greek
προσεπισκευάζω — Α [ἐπισκευάζω] 1. επιδιορθώνω κάτι ακόμη 2. παθ. προσεπισκευάζομαι (για τάφο) διευρύνομαι, μεγαλώνω … Dictionary of Greek
χαραδρούμαι — όομαι, ΜΑ [χαράδρα] (για τόπο) 1. σχηματίζω χαράδρα, αποκτώ χαράδρα, διανοίγεται χαράδρα στην επιφάνεια μου 2. είμαι γεμάτος χαράδρες αρχ. μτφ. διανοίγομαι, διευρύνομαι («οἱ πόροι χαραδροῦνται», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
ανοίγω — άνοιξα, ανοίχτηκα, ανοιγμένος 1. μτβ., κάνω ελεύθερη την είσοδο ή το πέρασμα: Φέρε το σκεπάρνι να ανοίξουμε το κιβώτιο. 2. διευρύνω, διαπλατύνω: Άνοιξε το βήμα σου, αλλιώς θα νυχτώσουμε. 3. κάνω διάρρηξη: Απόψε οι κλέφτες άνοιξαν τρία σπίτια. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)